- κριθιώ
- κριθιῶ, -άω (Α)1. (για ίππο) πάσχω από κριθίαση*2. τρώγω πολύ κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -ιῶ /-άω δηλωτική ρημάτων ασθένειας (πρβλ. ιλιγγ-ιώ, σελην-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριθιῶ — κρῑθιῶ , κριθίζω feed with barley fut ind act 1st sg (attic epic doric) κρῑθιῶ , κριθιάω suffer from pres imperat mp 2nd sg κρῑθιῶ , κριθιάω suffer from pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κρῑθιῶ , κριθιάω suffer from pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίῳ — κριθίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek